Ο Θησέας ως βασιλιάς
Ο Θησέας όταν έγινε βασιλιάς της Αθήνας ήταν αυτός που ένωσε όλους τους δήμους της. Αυτή του η ενέργεια εορταζόταν κάθε χρόνο στις 16 του μήνα Εκατομβαιώνα και οι γιορτές αυτές, ήταν γνωστές ως Συνοίκια ή Συνοικέσια. Επίσης, χώρισε τους πολίτες σε τρεις τάξεις, τους ευγενείς, τους κτηματίες και τους δημιουργούς (χειρώνακτες ή τεχνίτες).
Στις πολεμικές του επιχειρήσεις ως βασιλιάς συγκαταλέγονται η κατάληψη της Μεγαρίδας και η απόκρουση της επιδρομής που έκαναν οι Αμαζόνες στην Αθήνα για να απελευθερώσουν τη βασίλισσά τους Ιππολύτη ή Αντιόπη. Ακόμη η νίκη εναντίον των Κενταύρων μαζί με το φίλο του και βασιλιά των Λαπίθων, Πειρίθοο, όταν οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν την Ιπποδάμεια.
Η φιλία του με τον Πειρίθοο δημιουργήθηκε όταν ο Πειρίθοος του έκλεψε ένα ζευγάρι βόδια και ο ήρωας τον κατεδίωξε. Όταν συναντήθηκαν την ώρα που μονομαχούσαν, οι θεοί δημιούργησαν μεγάλο θαυμασμό του ενός για τον άλλο με αποτέλεσμα να πετάξουν κάτω τα όπλα και να γίνουν αχώριστοι. Στη συνέχεια πήγαν στην Σπάρτη και απήγαγαν τη 12χρονη Ωραία Ελένη που χόρευε στο βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος. Ο κλήρος αποφάσισε ότι ανήκε στο Θησέα και ο ήρωας τη μετέφερε στην Αθήνα και την άφησε στη φύλαξή της μητέρας τους Αίθρας. Αμέσως μετά, κατέβηκαν στον Άδη για να αρπάξουν και την Περσεφόνη με την οποία ήταν ερωτευμένος ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθήσουν σε μια πέτρα απ’ όπου δεν μπορούσαν να σηκωθούν. Στο μεταξύ τα αδέλφια της Ελένης οι Διόσκουροι, κατέφθασαν στην Αθήνα και τη βρήκαν με τη βοήθεια του Ακάδημου. Την πήραν αλλά μαζί τους πήραν σαν σκλάβα και την Αίθρα ενώ έκαναν βασιλιά της Αθήνας, τον Μενεσθέα.
Ύστερα από χρόνια, όταν ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη, ελευθέρωσε το Θησέα, ο οποίος όταν γύρισε στην Αθήνα βρήκε τους συμπολίτες τους στραμμένους εναντίον του. Τους καταράστηκε κι έφυγε από την πόλη όπου δεν επέστρεψε ποτέ.